- ατμοβραστήρας
- οσυσκευή που χρησιμοποιεί για τον βρασμό διαφόρων ουσιών τον ατμό, ο όποιος περιβάλλει το δοχείο βρασμού (σε μαγειρεία και σε διάφορες βιομηχανικές εφαρμογές).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν … Dictionary of Greek